- παραγομένων
- παράγωlead bypres part mp fem gen plπαράγωlead bypres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
αγρολήπτης — ο γεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα, καταβάλλοντος ως ενοίκιο ένα προσυμφωνημένο ποσοστό τών παραγόμενων προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + λήπτης < λαμβάνω. ΠΑΡ. αγροληπτικός, αγροληψία] … Dictionary of Greek
αεριοστρόβιλος — Στρόβιλος που εκμεταλλεύεται την εκτόνωση αερίων παραγομένων από τις εκρήξεις μείγματος αέρα και καυσίμων σε ειδικούς θαλάμους. * * * ο (Μηχανολ.) θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια τού καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
εκτημόριος — ο (AM ἑκτημόριος, ον) 1. αυτός που αναφέρεται στο έκτο μέρος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑκτημόριοι φτωχοί πολίτες πριν από την εποχή τού Σόλωνος, που καλλιεργούσαν κτήματα τών πλουσίων δίνοντας ως μίσθωμα ή παίρνοντας ως αμοιβή το έκτο τών… … Dictionary of Greek
καρτέλ — Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της… … Dictionary of Greek